- υδρόφθαλμος
- -η, -ο, θηλ. και -ος, Ν1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροφθαλμία2. το αρσ. ως ουσ. ο υδρόφθαλμοςιατρ. πάθηση τών οφθαλμών κατά την οποία ο βολβός διογκώνεται λόγω αυξήσεως τής ενδοφθάλμικής πίεσης, αλλ. υδροφθαλμία ή βουφθαλμία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydropthalmus (< υδρ[ο]-* + οφθαλμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Ιωάνν. Παδοβά].
Dictionary of Greek. 2013.